- πειρατικώτερον
- πειρᾱτικώτερον , πειρατικόςfit for piracyadverbial compπειρᾱτικώτερον , πειρατικόςfit for piracymasc acc comp sgπειρᾱτικώτερον , πειρατικόςfit for piracyneut nom/voc/acc comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.